ευμετακόμιστος

ευμετακόμιστος
-η, -ο (ΑΜ εὐμετακόμιστος, -ον)
1. αυτός που μετοικεί εύκολα, ο έτοιμος ή πρόχειρος για μετανάστευση
2. αυτός που μπορεί να τόν μετακινήσει κάποιος εύκολα, ο φορητός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα-κομίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ευμετακόμιστος — η, ο αυτός που μεταφέρεται, μετακομίζεται εύκολα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐμετακομιστότερον — εὐμετακόμιστος ready to migrate adverbial comp εὐμετακόμιστος ready to migrate masc acc comp sg εὐμετακόμιστος ready to migrate neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐμετακόμιστον — εὐμετακόμιστος ready to migrate masc/fem acc sg εὐμετακόμιστος ready to migrate neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐμετακόμιστα — εὐμετακόμιστος ready to migrate neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐμετακόμιστοι — εὐμετακόμιστος ready to migrate masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευπάροιστος — εὐπάροιστος, ον (Α) 1. αυτός που παραφέρεται εύκολα 2. αυτός που μεταφέρεται εύκολα από τόπο σε τόπο, ο ευμετακόμιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πάρ οιστος (< παρ οίσω, μέλλ. τού παρα φέρω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”